- ἀγροικηρός
- ἀγροικηρόςboorishmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγροικηρός — ἀγροικηρός, ά, όν (Μ) [ἄγροικος] αυτός που ταιριάζει στον αγροίκο, αυτός που έχει τραχύτητα και σκληρότητα στη συμπεριφορά … Dictionary of Greek
ἀγροικηρήν — ἀγροικηρός boorish fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek